- ακις
- ἀκίς-ίδος ἥ1) острие, наконечник
(βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.)
2) стрела, дротик Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.)3) мор. нос, клюв(τῆς τριήρους Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.)
(τῆς τριήρους Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀκίς — pointed object fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Φαύνου και της νύμφης Σιμαιθίδας. Τον σκότωσε ο κύκλωπας Πολύφημος, επειδή τον είχε προτιμήσει η νηρηΐδα Γαλάτεια. Ο Ποσειδώνας, ύστερα από παράκληση της Γαλάτειας, τον μεταμόρφωσε σε ποταμό που πήρε το όνομά του και… … Dictionary of Greek
ἀκί — ἀκίς pointed object fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίδα — ἀκίς pointed object fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίδας — ἀκίς pointed object fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίδες — ἀκίς pointed object fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκίδεσσι — Ἄκις fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίδεσσι — ἀκίς pointed object fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίδι — ἀκίς pointed object fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίδος — ἀκίς pointed object fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)